- πλησιάζοντας
- πλησιάζωbring nearpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ντον — I (Don). Ποταμός (1.963 χλμ.) της Ρωσίας. γνωστός στην αρχαιότητα ως Τάναϊς. Ρέει στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας και έχει υδρογραφική λεκάνη 420.000 τ. χλμ. Πηγάζει από το Κεντρικό Ρωσικό Υψίπεδο στα ΒΔ του Νοβομοσκόφσκ (πρώην… … Dictionary of Greek
παρατρυφώ — άω, Α 1. ζω με απολαύσεις, πολυτελώς, πλησιάζοντας ευπόρους 2. εντρυφώ σε κάτι 3. συμμετέχω σε κάποιο αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρυφῶ «ζω με πολυτέλεια»] … Dictionary of Greek
πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… … Dictionary of Greek
Βερατσάνο, Τζοβάνι ντα- — (Giovanni da Verrazzano ή Verrazano, Φλωρεντία 1485; – 1530;). Ιταλός θαλασσοπόρος. Το 1523 έλαβε εντολή από τον Φραγκίσκο Α’ της Γαλλίας, στον οποίο υπηρετούσε, να πλεύσει με το Ντοφίν και άλλα τρία πλοία προς τη Βόρεια Αμερική για να αναζητήσει … Dictionary of Greek
Γιανγκτσέ ή Γιανγκτσέ Κιανγκ — Ποταμός (5.552 χλμ.) της Κίνας, ο μεγαλύτερος της Ασίας και τέταρτος στον κόσμο μετά τον Νείλο, τον Μισισιπή Μιζούρι και τον Αμαζόνιο Ουκαγιάλι. Έχει λεκάνη απορροής 2.000.000 τ. χλμ. και αποτελεί μεγάλη συγκοινωνιακή αρτηρία μεταξύ της παράκτιας … Dictionary of Greek